Διαδικτυακή Πολιτιστική Εκδήλωση της Επιτροπής:

ΠαράσιταSnowpiercer του Μπονγκ Τζουν-χο

Η επιτροπή αγώνα σας καλεί στην πρώτη διαδικτυακή της εκδήλωση για το 2021.

Την Κυριακή, 28.02.2021 στις 11πμ θα βρεθούμε διαδικτυακά να συζητήσουμε γύρω από τις δύο προτεινόμενες ταινίες.

Οι ταινίες ανοίγουν και πάλι το θέμα των ταξικών αντιθέσεων και ανισοτήτων μέσα στην κοινωνία, χρησιμοποιώντας μια πρωτότυπη προσέγγιση.

Παράσιτα

Στην Άπω Ανατολή δεν χτυπάει μόνο η καρδιά της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας αλλά και αυτή του παγκόσμιου κινηματογράφου. Οι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι έχουν να πουν πολλές ιστορίες για τις αυστηρά ιεραρχημένες κοινωνίες τους και το πώς αυτές χωνεύουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Και, το κυριότερο, ξέρουν πώς να τις πούνε. Το κλειδί: η σημασία στις λεπτομέρειες. Στην ταινία παρακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας που προσπαθούν να τα κουτσοβγάλουν πέρα στην σύγχρονη Σεούλ. Ζωή σε ημι-υπόγειο, αναζήτηση ελεύθερων δικτύων wi-fi. Μέχρι που εμφανίζεται η ευκαιρία να περάσουν το κατώφλι μιας πλούσιας αστικής οικογένειας .

Ο Χο ενορχηστρώνει μια καταπληκτική κλιμάκωση καταστάσεων, κρατώντας τον απόλυτο σκηνοθετικό έλεγχο. Η ταινία του, είναι μια ταξική παραβολή σε μια χώρα διαφημισμένης ευημερίας, μια χώρα με εμμονή στην δυτική κουλτούρα, όπως φαίνεται και από την οικογένεια των πλούσιων Παρκ με την εμμονή τους στην αγγλική γλώσσα. Ήρωες είναι ανθρώπινα παράσιτα που ανασύρονται από την αφάνεια και το χαμόσπιτο τους όπως-όπως για μια προσωρινή θέση στον ήλιο. Η κινητήριος δύναμη των Kim είναι η επιθυμία για μια άλλη ζωή. Οι φτωχοί είναι πάμφτωχοι αλλά δεν είναι κακομοίρηδες. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν. Το σίγουρο είναι πως έχουν στόχο: εφόσον τους δόθηκε η ευκαιρία, να χωθούν όλοι στο σπίτι των πλούσιων με κάποιο τρόπο. Έστω και πατώντας πάνω σε άλλους. Η πάλη για το μεροκάματο απομακρύνει τις ηθικές αναστολές. Οι πλούσιοι πάλι είναι εύπιστοι και καλοί. Καλοί βέβαια όσο η τάξη των πραγμάτων παραμένει ως έχει.

Οποιαδήποτε προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα με την οικειότητα ενοχλεί. ‘Είναι καλοί γιατί έχουν χρήματα’ λέει η μάνα της οικογένειας των φτωχών. ‘Ας είχα κι εγώ χρήματα και θα ήμουν ακόμα πιο καλή από αυτήν.’ Η ταινία δεν συγκαταλέγεται σε μια συγκεκριμένη φόρμα. Ανατρεπτική, σατιρική και αγωνιώδης μέχρι τέλους.Στο πρόσωπο των Κιμ, η εργατική τάξη βιώνει την απόλυτη εξαθλίωση και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα παραπλάνησης, ώστε να πάρει στα κλεφτά ελάχιστα από αυτά που της ανήκουν. Μια στάλα από τον πλούτο που παράγει.

Στο πρόσωπο των Παρκ η αστική τάξη αποχαυνωμένη στη νιρβάνα της ευμάρειας φαίνεται μεν εύκολα διαχειρίσιμη, μολαταύτα είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος. Την κρίσιμη στιγμή θα κοιτάξει να σώσει μόνο το τομάρι της, γιατί στην πραγματικότητα αυτή κάνει κουμάντο.

Τα «Παράσιτα» θίγουν ένα τόσο ουσιαστικό θέμα, που θα μπορούσαν να διαδραματίζονται οπουδήποτε και σχεδόν σε οποιαδήποτε εποχή. Αντικατοπτρίζουν με κυνικό ρεαλισμό την κοινωνική ανισότητα και θέτουν το ρητορικό ερώτημα γιατί αυτοί ζουν στον ήλιο κι εμείς πνιγόμαστε στη λάσπη. Το ερώτημα όμως στην πορεία ξεφεύγει από τις κυρίαρχες τάξεις και μεταφέρεται στην ίδια την εργατική, αφού γινόμαστε μάρτυρες του αλληλοσπαραγμού που καταλήγει σε κανιβαλισμό μεταξύ των φτωχών, όχι για μια θέση στον ήλιο αλλά για λίγα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του αφεντικού. Η σύγκρουση δηλαδή της ταινίας δεν είναι αυτή που περιμέναμε, ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους.

Η τάξη καθ’ εαυτή , αντί να γίνει τάξη για τον εαυτό της, στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας μια ακραία μορφή κοινωνικού αυτοματισμού, μέσω μιας αναμέτρησης ανάμεσα σε δύο φτωχές οικογένειες, που δεν ψάχνουν να συνεργαστούν και να επωφεληθούν μαζί – έστω και τυχοδιωκτικά – από την πλούσια οικογένεια. Αντίθετα, τρώνε τις σάρκες τους, προσπαθώντας να βλάψει η μία την άλλη, συμφωνώντας στην τελική μόνο σε ένα πράγμα: πως η πλούσια οικογένεια είναι καλή. Μια καλοσύνη, που διατυπώνεται απλά, χωρίς φτιασίδια, χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο, έτσι όπως τη νιώθουν κάποιοι άνθρωποι που αισθάνονται πως βρήκαν σωτήρες για να πιαστούν. Σιγά σιγά, όμως, καταλαβαίνουν πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αφού αυτοί αναδίδουν μια μυρωδιά, τη μυρωδιά των λαϊκών ανθρώπων, που δεν θα τους αφήσει ποτέ να γίνουν ίσο ι με τους ανθρώπους της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Συνειδητοποιούν πως δεν μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, να ξεπερνούν τα όρια που τους καθορίζουν οι άλλοι. Η μόνιμη αίσθηση κρίσης, αστάθειας και κινδύνου που αποπνέει το Parasite την φέρνει σε θέση να συλλάβει το πνεύμα της εποχής καλύτερα από οποιοδήποτε φιλμ.

Τα «Παράσιτα» μας προτείνουν κάποιας μορφής αντίσταση ενάντια στο εκμεταλλευτικό σύστημα; Όχι βέβαια. Είναι μια διαλεκτική καταστροφής και δημιουργίας που δεν καταλήγει σε σαφές πρόταγμα, σε ολοκληρωμένη πρόταση, σε σαφή εναλλακτική. Αυτό που παράγει την ένταση κι έχει, εν τέλει, σημασία είναι η κίνηση, η δυναμική.

Το Parasite δεν προτείνει μια αρμονική επίλυση των αντιθέσεων, αλλά μια χαοτική και σαρδόνια όξυνση τους. Από την αρχή μέχρι το τέλος, το Parasite είναι μια ταινία σε κατάσταση κρίσης, σε κατάσταση οριακή. Όλα μοιάζουν να διακυβεύονται, όλα μοιάζουν ασταθή, όλα μοιάζουν να κρέμονται από μια κλωστή Η οικογένεια, η κοινωνική τάξη, η σεξουαλικότητα βρίσκονται σε κρίση. Ο σκηνοθέτης δεν κουνάει το χέρι στους θεατές, δεν τους νουθετεί, δεν τους ορίζει καν τι πρέπει να κάνουν. Απλώς παραθέτει με δεξιοτεχνία τα γεγονότα. Η φτώχεια συνδέεται με την κοινωνική μιζέρια και την απαξίωση. Ο φτωχός όχι μόνο είναι καταδικασμένος να περνά απαρατήρητος, αλλά παράλληλα είναι υποχρεωμένος να μην μπορεί να ξεφύγει, να διαιωνίζει τη φτώχεια του από γενιά σε γενιά. Η ταινία δείχνει όμως ότι η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα.

Snowpiercer

Φουτουριστική δυστοπία, μια κοινωνική αλληγορία με φιλοσοφικές διαστάσεις. Είναι μια μελλοντολογική φαντασία που διαθέτει ένταση, τρόμο, προφητικές δηλώσεις, χορογραφημένη βία, ταξική ανησυχία και ιδιότυπο χιούμορ όπου εναλλάσσονται θεματικές παγκοσμιοποίησης και πάλης των τάξεων. Παρακολουθούμε την ιστορία ενός τρένου που συνεχίζει τη νομοτελειακή διαδρομή του σε μια παγωμένη Γη. Συμβολική η διαμερισματοποίηση πλούσιων και φτωχών – θεμελιωμένη στην εκμετάλλευση των πρώτων επί των δεύτερων, οι σημασίες και αναγνώσεις διαχρονικές.

Οι φτωχοί στοιβάζονται στην ουρά του τρένου και η χλιδάτη ελίτ της κεφαλής είναι αποφασι σμένη να μην αφήσει την πλέμπα να εισβάλει στα ευγενή της διαμερίσματα. Οι πεινασμένοι τρέφονται με ζελατινώδη ουσία άγνωστης προέλευσης. Παρακολουθούμε το συναρπαστικό ταξίδι ενός τρένου, μιας κιβωτού που βράζει μέσα στις τρομακτικές ανισότητες του. Το τρένο χωρίς προορισμό και στάσεις, είναι μηχανή που, νομοτελειακά, κινείται μόνο προς τα μπρος… Ώσπου οι εξαθλιωμένοι επιβάτες του τελευταίου βαγονιού εξεγείρονται, προσπαθούν να καταλάβουν την υπερταχεία και να φτάσουν στον ηγέτη και κατασκευαστή της σε πείσμα των ένστολων και των προνομιούχων. Εξεγείρονται κι επιχειρούν να πάρουν τον έλεγχο το υ κινητήρα του τρένου (την εξουσία), ιερό για την άρχουσα τάξη…

Η ταινία συμβολίζει την πραγματικότητα που ζούμε. Δηλαδή ο καθένας από την θέση του συντελεί στην ισορροπία της ζωής. Όλος ο κόσμος βρίσκεται σε αυτό το τρένο που κάθε βαγόνι είναι και μια κοινωνία μόνο του. Κάθε βαγόνι διοικείται με διαφορετικό τρόπο και λαμβάνει διαφορετικές υπηρεσίες και αγαθά σε σχέση με τα άλλα. Έπειτα έρχεται η αναρχία για να καταστρέψει… ή μήπως για να δημιουργήσει κάτι πιο δίκαιο; Μέσα στην ταινία ζούμε κι εμείς, πέρα από την δράση και την ανάγκη του δημιουργού να πει την δική του άποψη για την ανθρώπινη φύση.

Ο δραματικός μονόλογος του πρωταγωνιστή /ήρωα λίγο πριν φτάσει στην μηχανή, μας δείχνει το φόβο του, την ενοχή που νιώθει προς τους συνεπιβάτες του στο τέλος του τρένου. Η εξαθλίωση τον οδήγησε στην πρωτόγονη ανάγκη για επιβίωση και αυτό του δημιουργεί την ενοχή και αμφιβολία ότι δεν δικαιούται μι α αξιοπρεπή ζωή. Το ίδιο το σύστημα τον έχει οδηγήσει στο σημείο να μισεί τον εαυτό του τόσο που να μην μπορεί πια να δει καθαρά τον πραγματικό εχθρό, τον πραγματικό ένοχο.

Η ιδιαιτερότητα της ταινίας δεν είναι μόνο η αναμενόμενη κοινωνική/ πολιτική κριτική στο σήμερα, αλλά ο ίδιος ο τόπος της δραματικής πλοκής: Όλη η ταινία διαδραματίζεται στα βαγόνια του διαρκώς εν κινήσει τραίνου. Η δράση είναι εγκλωβισμένη μέσα σ’ ένα περιορισμένο απ’ όλες τις πλευρές χώρο, και η μόνη ανάπτυξη που είναι δυνατή είναι κατά μήκος ενός οριζόντιου άξονα. Αν ένα αίσθημα κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, με αποκορύφωμα τη σκηνή που οι εξεγερμένοι εισβάλλουν στα πρώτα -«ανώτερα» βαγόνια, είναι αυτό της ασφυξίας που προκαλείται από τον εγκλεισμό σ’ αυτόν τον περιορισμένο χώρο.

Στο τέλος, η επιλογή δεν είναι μονόδρομος. Το ζήτημα είναι ποιά πόρτα πρέπει να επιλέξουν οι ήρωες να ανοίξουν. Γι’ αυτό, λοιπόν, η διακοπή της διαρκούς κίνησης του τραίνου και η έξοδος από αυτό, μοιάζει ως η έξοδο -απόδραση από μια φυλακή. Είναι το απολύτως ελεγχόμενο, τεχνητό περιβάλλον του τρένου από το οποίο θα αποδράσουν οι ήρωες. Είναι οι ανοιχτοί ορίζοντες της φύσης που αντικρίζουν και το σταθερό έδαφος που πατούν, μια αληθινή απελευθέρωση, μια επιστροφή στην κανονικότητα…

(Για τις παραπάνω κριτικές εμπιστευτήκαμε φυσικά την γνώμη ήδη καταξιομένων κριτικών που οφείλουμε να αναφέρουμε όπως ο Θοδωρής Κουτσογιανόπουλος, ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, η Ρεγγίνα Ζερβού, ο Γιάννης Ζουμπουλάκης, ο Παναγιώτης Κολέλης, ο Κώστας Χρηστοφορίδης και ο Δημήτρης Μπάμπας.)

Βιογραφία του Σκηνοθέτη

Σκηνοθέτης των 2 ταινιών είναι ο Μπονγκ Τζουν-χο. Είναι γεννημένος το 1969 στη νότια κορέα και μετρά πάνω από 26 χρόνια πορείας το χώρο του σινεμά. Ήταν το μικρότερο από τα 4 παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν γραφίστας, σχεδιαστής και καθηγητής και η μητέρα του ήταν νοικοκυρά ενώ ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του ήταν διάσημος συγγραφέας.

Η οικογένεια του μετακόμισε στη Σεούλ όταν εκείνος πήγαινε Δημοτικό. Ο Μπονγκ σπούδασε κοινωνιολογία σε… δόσεις καθώς σταμάτησε για να υπηρετήσει στο στρατό και επέστρεψε στο πανεπιστήμιο το 1992. Εκεί, έκανε τις πρώτες του ταινίες μέχρι που αποφοίτησε το 1995.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σπούδασε και στην Κορεατική Ακαδημία Κινηματογράφου. Έχει κάνει πολλές ταινίες, κάποιες από αυτές έγιναν επιτυχίες και κέρδισαν διεθνή βραβεία. Τα «Παράσιτα» όμως όπως αποδείχθηκε ήταν η απογείωση του. Με την ταινία του «Παράσιτα» (Parasite), έγινε ο πρώτος ασιάτης που κέρδισε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, ενώ το έργο του έγινε η πρώτη ξενόγλωσση ταινία στην ιστορία των Όσκαρ που κέρδισε το βραβείο της καλύτερης ταινίας.

Ηταν ήδη γνωστός εκτός από την πατρίδα του, στο χώρο των διεθνών φεστιβάλ καθώς και μεταξύ των κριτικών και των σινεφίλ. Μπήκε στο χώρο του κινηματογράφου το 1997 υπογράφοντας το σενάριο της ταινίας «Μοτέλ Κάκτος» ενώ εμφανίστηκε ως σκηνοθέτης για πρώτη φορά το 2000 με την ταινία «Σκύλος που γαβγίζει». Μέχρι σήμερα έχει σκηνοθετήσει 7 ταινίες στις οποίες έχει γράψει και το σενάριο ενώ μόνον ως σεναριογράφος υπογράφει ακόμη 4 ταινίες.

Μερικές από τις επιτυχημένες ταινίες του είναι: «ο σκύλος που γαβγίζει» το 2000,  «ο Επισκέπτης» το 2006, «Μνήμες φόνων» το 2003, «Μητέρα» το 2009 και το «Okja» το 2017.

Στις ταινίες του δίνει σημασία στα σπίτια ως οικοδομήματα που αντικατοπτρίζουν τις σχέσεις εξουσίας. Αυτή την παρομοίωση την παρατηρούμε στα παράσιτα αλλά και στην ταινία ο σκύλος που γαβγίζει αφού οι διάφοροι όροφοι παρομοιάζονται με τάξεις ενώ οι διάδρομοι αποτελούν το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Σημαντική θέση και ρόλο στις ταινίες του παίζει το φαγητό και το αλκοόλ, στα οποία δίνει σημασία μετατρέποντας τα σε αφηγηματικό εργαλείο πχ στα παράσιτα τα χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει εικόνες ενώ στην ταινία η Μητέρα δείχνουν την πτώση του πρωταγωνιστή.  Ο ίδιος είχε εκφράσει ότι η ζωή ορίζεται από τις ειρωνείες της και γιαυτό οι ΄ήρωες των ταινιών του μαθαίνουν από τα λάθη τους, βιώνουν το τραύμα και το ξεπερνούν αγκαλιάζοντας τη νέα φάση που μπαίνουν οι ζωές τους.

Σχετικά με την επιτυχία της ταινίας «τα Παράσιτα» που όπως λέγεται έχουν καθηλώσει τους θεατές σε κινηματογραφικές αίθουσες σε όλον τον κόσμο, η εξήγηση που δίνει ο Μπονγκ είναι ότι όλοι ζούμε σε έναν κόσμο που ακούει στο όνομα «καπιταλισμός» και ότι τα θέματα της ανισότητας είναι αρκετά ισχυρά ώστε να έχουν απήχηση σε κάθε χώρα.

Πολλά ακόμη στοιχεία διαπερνούν τις ταινίες του σχολιάζοντας έμμεσα και υπαινικτικά τις ταξικές κοινωνικές δομές και τη δομή της εξουσίας, όπως οι εργασιακές σχέσεις, οι απολύσεις, η αστυνομική βία, η φτώχεια. Με όλα αυτά εν τέλει να συνθέτουν έναν βίαιο κόσμο. Στις ταινίες του το αστυνομικό μυστήριο συναντά το φιλμ νουάρ, η αγωνία και το σασπένς συναντούν το μαύρο χιούμορ, η κοινωνική σάτιρα το θρίλερ. Η ηθική δεν προσεγγίζεται με κανόνες αντικειμενικότητας αλλά εντελώς υποκειμενικά μέσα από τις καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωές του. Δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο στις ταινίες του νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη. Όλες οι σκηνές παίζουν το ρόλο τους, όλα είναι σχεδιασμένα ώστε να συμπληρώνουν ένα συγκεκριμένο παζλ.

Περιγραφή των Ταινιών

Τα παράσιτα

Τα «παράσιτα» αναφέρονται στην οικογένεια Κιμ, της οποίας τα 4 μέλη ζουν σε ένδεια και οριακά κάτω από το έδαφος σε ένα βρώμικο ημιυπόγειο. Οι άνεργοι Κιμ δεν τα βγάζουν εύκολα πέρα, αλλά η τύχη της οικογένειας αλλάζει όταν δίνεται η ευκαιρία στο γιο, Ki-woo, να προσληφθεί για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών στην έφηβη κόρη του ευκατάστατου ζεύγους Παρκ. Εκμεταλλευόμενος την αφέλεια της κυρίας Παρκ και την απουσία του εργασιομανούς συζύγου της, καταφέρνει να βρει δουλειά στην αδερφή του ως δασκάλα τέχνης. Στη συνέχεια δημιουργεί με ύπουλο τρόπο τις συνθήκες έτσι ώστε και οι δύο γονείς του να μπορέσουν να προσληφθούν από την οικογένεια Παρκ (ο πατέρας γίνεται οδηγός και η μητέρα οικιακός βοηθός).

3 είναι οι σημαντικές σκηνές για την πλοκή του έργου:

1.            Σκηνή- Κάμπινγκ

Η οικογένεια Πάρκ πηγαίνει για κάμπινγκ για τα γενέθλια του γιου τους. Η οικογένεια Kim εκμεταλλεύεται αυτό για να περάσει χρόνο στο σπίτι των Παρκ και να απολαύσει τον πλούτο τους. Ξαφνικά, ωστόσο, η πρώην οικονόμος Moon-gwang, η οποία απολύθηκε από τους Παρκ εξαιτίας ίντριγκας των Κιμ, επισκέπτεται την οικογένεια και λέει ότι ξέχασε κάτι στο σπίτι. Σύντομα, η οικογένεια Κιμ ανακαλύπτουν ότι η Moon-gwang κρύβει τον σύζυγό της σε μια μυστική αποθήκη. Ο αγώνας μεταξύ των δύο φτωχών οικογενειών ξεσπά όταν μαθαίνουν ότι οι Παρκ έπρεπε να ακυρώσουν το ταξίδι τους λόγω κακών καιρικών συνθηκών και είναι στο δρόμο της επιστροφής. Στη μάχη, η Moon-gwang (πρώην οικονόμος) σπρώχνεται κάτω από τις σκάλες και αυτή και ο σύζυγός της παγιδεύονται στην αποθήκη.

2.            Σκηνή- Πάρτι γενέθλιων

Την επόμενη μέρα, η κα Παρκ σχεδιάζει πάρτι γενεθλίων για τον μικρό της γιο. Χρειάζεται ολόκληρη η οικογένεια Κιμ για αυτό. O γιος των Κιμς, Ki-woo, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και κατεβαίνει στην αποθήκη οπλισμένος με μια πέτρα. Όταν ανακαλύπτει ότι η πρώην οικονόμος υπέκυψε στους τραυματισμούς που προκλήθηκαν από την πτώση της το προηγούμενο βράδυ, ο νεαρός αφοπλίζεται από τον σύζυγό της ο οποίος ρίχνει την πέτρα δύο φορές στο κεφάλι του νεαρού με αποτέλεσμα να χάσει πολύ αίμα. Ο αιματηρός σύζυγος ανεβαίνει τις σκάλες για να εκδικηθεί τον θάνατο της γυναίκας του και σκοτώνει την Ki-Jung ( κόρη των Κιμς) με ένα μαχαίρι. Η μητέρα της καταφέρνει να κυνηγήσει τον επιτιθέμενο με σούβλα, αλλά η μοίρα της κόρης της είναι ήδη σφραγισμένη. Εν τω μεταξύ, ο κ. Park ζητά τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, τα οποία βρίσκονται κάτω από τον νεκρό σύζυγο της πρώην οικονόμου του, αλλά ο κ. Κιμ εξακολουθεί να προσπαθεί να ηρεμήσει πρώτα τα τραύματα της νεκρής κόρης του. Αηδιασμένος και με τη μύτη του καλυμμένη, ο κ. Παρκ πρέπει να πάρει ο ίδιος τα κλειδιά. Αυτή η πρόκληση είναι αρκετή για κ. Κιμ να δολοφονήσει τον επιχειρηματία. Όλοι οι φιλοξενούμενοι έχουν ήδη φύγει όταν και αυτός αφήνει τη σκηνή του εγκλήματος και εξαφανίζεται χωρίς ίχνος.

Τέλος

Ο γιος των Κιμς ξυπνά από κώμα στο νοσοκομείο. Τα τραύματα του τον άφησαν με εγκεφαλική βλάβη. Η κα. Κιμ επέζησε επίσης και για καλή τους τύχη ξεμπερδεύουν με αναστολή ποινής στο δικαστήριο. Όταν ο Ki-woo επιστρέφει στο πρώην σπίτι των Παρκ, παρατηρεί ότι μια λάμπα στο σπίτι είναι αναμμένη με κωδικό Morse. Αυτός ο κωδικός αποδεικνύεται ότι είναι ένα μήνυμα από τον πατέρα του, ο οποίος έφυγε στην αποθήκη, αφού έθαψε τον Moon-gwang στον κήπο και κρύβεται τώρα από τους σημερινούς ιδιοκτήτες του σπιτιού. Σε μια επιστολή προς τον πατέρα του, ο Ki-woo ορκίζεται ότι θα εργάζεται καθημερινά μέχρι να εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για να αγοράσει το σπίτι και ο πατέρας του να μπορεί να ανέβει ξανά τις σκάλες από το υπόγειο. Ωστόσο, η τελευταία σκηνή τελειώνει με τον Ki-woo να είναι ακόμα στο άθλιο διαμέρισμα των Κιμς.

Η ταινία σάρωσε στα Oscar του 2020 αποκομίζοντας 4 από τα πολυπόθητα βραβεία. Συγκεκριμένα κέρδισε:

1.            Το Oscar της καλύτερης ταινίας. Μάλιστα είναι η πρώτη ξενόγλωσση ταινία που κέρδισε στην συγκεκριμένη κατηγορία

2.            Το Oscar σκηνοθεσίας

3.            Το Oscar πρωτότυπου σεναρίου και

4.            Το Oscar καλύτερης ξένης ταινίας

Snowpiercer

Το 2031 μ.Χ. η Γη έχει περιέλθει σε μια νέα εποχή παγετώνων και οι μόνοι επιζώντες επιβαίνουν στο Snowpiercer, ένα τρένο που κινείται συνεχώς. Μη μπορώντας να ανεχτούν άλλο τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οι επιβάτες της οικονομικής θέσης αρχίζουν να εξεγείρονται και προσπαθούν να φτάσουν στο μπροστινό βαγόνι του τρένου και να πάρουν τον έλεγχο της μηχανής.

Υπάρχει ένα συγκεκριμένο/ ταξικό σύστημα διαχωρισμού των ανθρώπων που βρίσκονται στο τρένο. Η κατώτερη τάξη ζει στα τελευταία βαγόνια της αμαξοστοιχίας και κάτω από άθλιες συνθήκες. Για παράδειγμα, το μόνο φαγητό διαθέσιμο είναι κάτι ζελατινώδεις μπάρες πρωτεΐνης ενώ οι συνθήκες υγιεινής είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Λόγω αυτών των συνθηκών, υπήρξαν ήδη στο παρελθόν εξεγέρσεις, αλλά όλες απέτυχαν επειδή κανείς δεν κατάφερε ακόμη να φτάσει ως το μπροστινό βαγόνι του τρένου και να πάρει τον έλεγχο. Ωστόσο ο κεντρικός χαρακτήρας Κέρτης αποφασίζει να οργανώσει μια νέα εξέγερση με την υποστήριξη του παλιού επαναστάτη Γκιλάμ. Αφορμή για αυτό είναι κάποια μυστικά μηνύματα που έλαβε από έναν άγνωστο πληροφοριοδότη σε κάψουλες που ήταν κρυμμένες στις μπάρες πρωτεΐνης.

Ο Κέρτης μαζί με τον Γκιλάμ αρχίζουν να προχωρούν προς τα μπροστινά τμήματα της αμαξοστοιχίας με απώτερο στόχο να πάρουν τον έλεγχο. Δεδομένου ότι οι φρουροί έχουν ήδη εξαντλήσει όλα τα πυρομαχικά τους λόγω των προηγούμενων εξεγέρσεων, οι εξεγερμένοι μπορούν αρχικά να διαπεράσουν τα πρώτα τμήματα φρουράς σχετικά εύκολα. Τελικά καταλήγουν σε ένα βαγόνι στο οποίο άνθρωποι κρατούνται αιχμάλωτοι σε φέρετρα. Μεταξύ αυτών είναι και ο τοξικομανής Namgoong, του οποίου η δουλειά ήταν να κατασκευάσει τους μηχανισμούς κλειδώματος για τις πόρτες του τρένου, και η 17χρονη κόρη του Yona. Πατέρας και κόρη βοηθάνε σταδιακά να ανοίξουν τα επόμενα διαφράγματα για τους εξεγερμένους.

Καθώς προχωρούνε προς τα μπροστά, οι εξεγερμένοι ανακαλύπτουν για πρώτη φορά παράθυρα και παρατηρούν έξω το παγωμένο περιβάλλον όπου δεν υπάρχει ίχνος ζωής. Φτάνουν στο τμήμα παροχής νερού, ωστόσο, αυτό φυλάσσεται με μεγάλη προσοχή και ένας αγώνας μεταξύ των στρατευμάτων της υπουργού Mason και των εξεγερμένων ξεκινάει.

Ακολουθούν διάφορες σκηνές αντιπαράθεσης και μάχης μεταξύ των δυο τάξεων του τρένου όπου δολοφονείται ο βασικός συνεργάτης του Κέρτης, Γκιλάμ. Ο Κέρτης παίρνει εκδίκηση σκοτώνοντας την υπουργό Mason και συνεχίζει τον αγώνα του για την κατάκτηση των μπροστινών τμημάτων του τρένου μαζί με τον Namgoong και την Yona. Φτάνουν τελικά στο κλειδωμένο βαγόνι του Wilford ο οποίος είναι ο αρχηγός και ο κατασκευαστής της σιδηροδρομικής γραμμής του Snowpiercer.

Ο Wilford αντιμετωπίζει τον Κέρτις με φιλικό τρόπο και του εξηγεί πώς προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία μέσα στο τρένο υποκινώντας τις εξεγέρσεις των επιβατών ξανά και ξανά όταν αυτοί γίνονται πάρα πολλοί. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο Γκιλάμ ήταν ο μυστικός σύμμαχός του και ο στενότερος φίλος του. Είχαν σχεδιάσει την εξέγερση μαζί για να επιτύχουν την μείωση του πληθυσμού του τρένου. Ως απόδειξη, ο Wilford αποκαλύπτεται ότι είναι ο μυστικός πληροφοριοδότης του Κέρτης και του δίνει μια από τις κάψουλες που είχε κρύψει στα μπλοκ πρωτεΐνης. Δεδομένου ότι η εξέγερση είχε περισσότερα θύματα από το αναμενόμενο για τους ανθρώπους των μπροστινών βαγονιών, ο Wilford δεν είχε άλλη επιλογή από το να εκτελέσει τον Γκιλάμ.

Στο μεταξύ, η Yona και ο Namgoong μάχονται με τους υπόλοιπους επιβάτες και ανακαλύπτουν ότι ο Wilford χρησιμοποιεί παιδιά για να αντικαταστήσει τα ελαττωματικά μέρη της μηχανής του τρένου. Ο Κέρτις στη συνέχεια σκοτώνει τον Wilford και θυσιάζει το χέρι του για να ελευθερώσει ένα από τα παιδιά, τον Timmy. Η Yona πυροδοτεί την μηχανή του τρένου ενώ ο Namgoong και ο Κέρτης θυσιάζονται για να προστατεύσουν την Yona και τον Timmy από τη φωτιά της έκρηξης. Το χτύπημα αυτό προκαλεί τον εκτροχιασμό του Snowpiercer και το καταστρέφει. Η Yona και ο Timmy απελευθερώνονται από το τρένο και εντοπίζουν μια πολική αρκούδα η οποία τους δίνει την ελπίδα ότι η επιβίωση σε εξωτερικούς χώρους είναι δυνατή και πάλι.

Το Snowpiercer βραβεύτηκε με:

1.            Grand Bell Award για την καλύτερη σκηνοθεσία

2.            Blue dragon film award για καλύτερο σκηνοθέτη αλλά και σκηνοθεσία

3.            Baeksang Arts Award για καλύτερο σκηνοθέτη

4.            Alliance of Women Film Journalists για καλύτερο σκηνοθέτη